- τρίνιτρο(ν)
- το, Ν(ηλεκτρον.) τύπος καθοδικής ηλεκτρονικής λυχνίας, που χρησιμοποιείται στους έγχρωμους τηλεοπτικούς δέκτες.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξυλίτης — ο (Α ξυλίτης, θηλ. ξυλῑτις, ίτιδος) νεοελλ. 1. χημ. αζωτούχα κυκλική και αρωματική ένωση, γνωστή και ως τρινιτρο μ ξυλόλιο, που χρησιμοποιείται ως ισχυρή εκρηκτική ύλη αρχ. 1. ως επίθ. αυτός που μοιάζει με ξύλο 2. ως ουσ. ονομασία ενός είδους… … Dictionary of Greek